- ὀξυέλαιον
- ὀξυ-έλαιον, τό,A mixture of oil and vinegar, Gal.13.397.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυέλαιον — ὀξυέλαιον, τὸ (Α) μίγμα από λάδι και ξίδι, λαδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + ἔλαιον] … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek